«Δες η αδερφή σου πόσο ήσυχη είναι, εσύ γιατί δεν μπορείς να καθίσεις στην καρέκλα σου ούτε για ένα λεπτό;», «Ο μεγαλύτερος αδερφός σου τρώει όλο του φαγητό κι εσύ τίποτα. Θα μείνεις μικρός». Πάνω στα νεύρα ή στην άγνοιά μας, όλοι έχουμε ξεστομίσει τέτοιου είδους φράσεις, με την πρόθεση να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα παιδιά μας ως πρότυπο για τα πιο «ατίθασα» αδέρφια τους.
Άθελά μας όμως, με αυτό τον τρόπο, πέφτουμε στην παγίδα της σύγκρισης ανάμεσά τους και όπως προειδοποιεί και ο HowardJ. Bennett, M.D., καθηγητής Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον, «ο πιο σίγουρος τρόπος να προκαλέσουμε τον θυμό ενός παιδιού είναι να του ζητήσουμε να συμπεριφέρεται σαν τον αδερφό ή την αδερφή του. Μεταξύ μας, προσωπικά το έχω κάνει πάνω από μία φορά αλλά μετά συνειδητοποιώ την γκάφα μου».
«Έχω δύο εφήβους που είναι πολύ διαφορετικοί και όσο κλισέ κι αν ακούγεται, με τον γιο μου απολαμβάνω τα σπορ και τις ταινίες, ενώ με την κόρη μου να συζητάω για βιβλία και κοινωνικά θέματα. Είμαι περήφανος και για τους δυο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους», προσθέτει ο ειδικός.
Όμως η σύγκριση ανάμεσα στα παιδιά έστω και όταν γίνεται μόνο στο μυαλό μας και δεν την εκφράζουμε, είναι ένα μόνιμο βάσανο και για τους ίδιους τους γονείς. Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε δύο ανθρώπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους και τόσο μοναδικούς, σαν να πρόκειται για μοντέλα τηλεοράσεων ή αυτοκινήτων σε διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης; Νέες μελέτες επιβεβαιώνουν διαρκώς ό,τι δείχνει η εμπειρία μας: κάθε παιδί, ακόμα και μέσα στην ίδια οικογένεια, μεγαλώνει με τους δικούς του ρυθμούς και υπερέχει σε διαφορετικά είδη νοημοσύνης – για παράδειγμα μπορεί το ένα αδερφάκι να παίζει στα δάχτυλα τους αριθμούς και το άλλο να αφηγείται τις δικές του ιστορίες από δύο ετών.
Από τη μέρα ακόμα που γεννιέται το παιδί μας, αρχίζουμε να συγκρίνουμε. Γιατί το δικό μας μωρό κλαίει ασταμάτητα, ενώ το μωρό της μαμάς στο διπλανό κρεβάτι του μαιευτηρίου ούτε που ακούγεται; Γιατί το δίχρονο κοριτσάκι στην παιδική χαρά μιλάει με την ευφράδεια χαρισματικού πολιτικού, ενώ ο γιος μας μόλις που έχει αρχίσει να ξεστομίζει τις πρώτες του λέξεις; Γιατί τα παιδιά των άλλων δεν ακούγονται, όπως διερωτάται η Μυρτώ Κάζη σε άρθρο με το οποίο θα ταυτιστούν άπειροι γονείς, ενώ τα δικά μας χαλούν κόσμο; (Κάντε κλικ ΕΔΩ για να διαβάσετε το άρθρο).
Η σύγκριση, ωστόσο, ανάμεσα στα δικά μας παιδιά και εκείνα των άλλων οικογενειών είναι ακόμα πιο αυθαίρετη, όπως εξηγεί ο Bennett: «Ποτέ δεν έχουμε στα χέρια μας όλα τα δεδομένα για μια άλλη οικογένεια. […] Ακόμα και αν πιάσετε τον εαυτό σας να “ζηλεύετε” τα χαρακτηριστικά που έχουν τα παιδιά άλλων ανθρώπων, κρατήστε το για τον εαυτό σας και θυμηθείτε ότι τα περισσότερα παιδιά συμπεριφέρονται καλύτερα παρουσία ξένων, παρά με τους δικούς τους γονείς».
Το βέβαιο είναι ότι η σύγκριση είναι μια διαδικασία από την οποία βγαίνουμε όλοι χαμένοι. Είτε την εκφράζουμε άμεσα στα παιδιά είτε με έμμεσους τρόπους, υπονομεύουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, τους προκαλούμε θυμό, ένα αίσθημα αδικίας και τα στρεσάρουμε χωρίς λόγο, ιδιαίτερα αν τα πιέζουμε να κάνουν ένα βήμα για το οποίο δεν είναι ακόμα έτοιμα, για παράδειγμα να κόψουν την πάνα ή να μάθουν τα γράμματα του αλφαβήτου.
Αλλά ακόμα και όταν κρατάμε τέτοιες σκέψεις μόνο για τον εαυτό μας, τον βομβαρδίζουμε με αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά μας ως γονείς, με ενοχές, δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τα δυνατά σημεία του δικού μας παιδιού, ίσως ακόμα και να δημιουργούμε στο μυαλό μας σενάρια καταστροφής για κατά φαντασίαν διαταραχές. Σε περίπτωση που έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία για την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού μας, υπάρχει μόνο ένας σίγουρος τρόπος να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα: να απευθυνθούμε στους ειδικούς. Η παρατήρηση των άλλων παιδιών στην παιδική χαρά δεν υπήρξε ποτέ ο πιο αξιόπιστος σύμβουλος.