Την ιστορία μας με τον Οδυσσέα λίγο πολύ ίσως και να τη γνωρίζετε -έχω γράψει θεωρώ αρκετά άρθρα για το πώς και το γιατί- και προσπαθώ πάντα να μιλάω για την προωρότητα γιατί όπως σε όλα τα θέματα, έτσι και σε αυτό, είμαι σίγουρη πως η ενημέρωση είναι δύναμη. Και αν από κάθε μου άρθρο ή post σχετικά με την προωρότητα, έστω και μια μέλλουσα μαμά μαθαίνει κάτι, εγώ αισθάνομαι απείρως κερδισμένη.

Σήμερα όμως, Παγκόσμια Ημέρα Προωρότητας, θέλω να μιλήσω σε όλες εκείνες τις προωρομαμάδες (και τους προωρομπαμπάδες φυσικά) που μοιράζονται μαζί μου εκείνο το εξωφρενικά δυσβάσταχτο μόνιμο άγχος, πως αφού συνέβη κάτι στο παιδί τους κατά τη γέννησή του είναι κάπως μαθηματικά βέβαιο πως θα του ξανασυμβεί κάτι κακό.
Ξέρετε, εμείς οι γονείς που γίναμε γονείς the hard way, εμείς που αποχωριστήκαμε το μωρό μας βάναυσα, που κάναμε μέρες, εβδομάδες, μήνες να το ακουμπήσουμε ή να το πάρουμε αγκαλίτσα, εμείς που φύγαμε από το μαιευτήριο με άδεια κοιλιά και άδεια αγκαλιά, εμείς που αντί να κλαίμε από χαρά, σπαράζαμε από λύπη, είμαστε διαφορετικοί γονείς.
Και δεν το λέω για να το πω, αλλά όπως εγώ δεν θα καταλάβω ποτέ έναν γονέα που έχει περάσει μια άλλη περιπέτεια, είμαι σχεδόν βέβαιη πως όσο κι αν θέλουν να μας καταλάβουν και να μας συμπονέσουν οι φίλοι και η οικογένειά μας, ποτέ δεν μπορούν να νιώσουν στην ψυχή τους αυτό που βιώσαμε εμείς.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, εκείνο το βράδυ που ακόμα και σήμερα, σχεδόν 8 χρόνια μετά, μου είναι αδύνατο να το συζητώ ή να το περιγράφω ήταν για εμένα η αρχή της μητρότητας που όμως δεν ήρθε όπως την είχα ονειρευτεί. Είχε μόλις αλλάξει η μέρα και ήταν Χριστούγεννα. Κοιμόμουν στο κρεβάτι του δωματίου μου στο ΙΑΣΩ όπου νοσηλευόμουν με μερική αποκόλληση πλακούντα. Χαιρέτησα τον Τάσο και τους γονείς μου που είχαν εξαντληθεί κάνοντας ασταμάτητες βάρδιες κοντά μου και έπεσα για ύπνο. Όλα έδειχναν πως πήγαινα καλά και το πρωί θα πήγαινα στο σπίτι για να μείνω πλέον για 2 μήνες στο κρεβάτι.
Ήμουν 30 εβδομάδων και 5 ημερών.
Λίγο μετά τη μία το βράδυ ένιωσα πως είχα αιμορραγία. Αρχικά θεώρησα πως το φαντάζομαι γιατί ήμουν πολύ αγχωμένη, όμως όταν άνοιξα το φως του δωματίου με το ειδικό κουμπάκι δίπλα στο κρεβάτι, το πάτωμα ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα. Τις επόμενες στιγμές δεν μπορώ να σας πω ότι τις θυμάμαι ξεκάθαρα. Μπερδεμένες εικόνες, ένα κορμί κοκαλωμένο από το άγχος, μια καρδιά έτοιμη να σπάσει. Εξετάσεις, υπέρηχοι, η γιατρός μου ήρθε εσπευσμένα (από το ρεβεγιόν), μαίες, λερωμένα σεντόνια, νέα σεντόνια, καρδιοτοκογράφοι, ξανά υπέρηχοι και τότε, την ώρα που η ιστορία θέλει το αστέρι των Χριστουγέννων να βγαίνει στον ουρανό, άκουσα τη φράση που έμελλε να στοιχειώσει μια για πάντα την ύπαρξή μου ως μητέρα.
"Μυρτώ μου, θα πρέπει να πάρουμε τον μπέμπη".
Θυμάμαι πως σπάραξα. Ούρλιαξα. Είχα βγει έξω από το σώμα μου, δεν ξέρω αν ήμουν εκεί εκείνη τη στιγμή ή αν βρισκόμουν κάπου αλλού. Θυμάμαι πως φώναξα με όλη μου τη δύναμη:
"Σας παρακαλώ μη μου πάρετε τον μπέμπη, αφήστε τον, σας παρακαλώ".
Θυμάμαι πως η γιατρός μου είχε ήδη ντυθεί για το χειρουργείο, πως ο Τάσος είχε ήδη ειδοποιηθεί και είχε έρθει, νομίζω πως φορούσε πράσινα ρούχα χειρουργείου αλλά δεν είμαι και σίγουρη, θυμάμαι πως ζήτησα να μιλήσω στη μαμά μου και την πήραν τηλέφωνο.
"Μαμά μου παίρνουν τον μπέμπη", της είπα σε εκείνο το μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα που την πέταξε από το κρεβάτι της και εκείνη και τον μπαμπά μου.
Θυμάμαι το συναίσθημα. Συνέβαινε κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου και τη δικαιοδοσία μου, ενώ αφορούσε τον πιο δικό μου άνθρωπο στον κόσμο. Το μωρό που είχα στην κοιλιά μου.
Πράγματι, λίγο μετά τις 4 τα ξημερώματα, η γιατρός μου και μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που βρίσκονταν στο χειρουργείο -αναισθησιολόγοι, νεογνολόγοι, η μαία μου- μου πήραν τον Οδυσσέα.
Και ακόμα, αν με ρωτάτε, 8 χρόνια μετά, αυτές τις λέξεις θα χρησιμοποιήσω. Μου πήραν τον Οδυσσέα.
Ξέρω πολύ καλά πως είναι εξαιρετικά άδικο για εκείνους, καθώς αν δεν είχαν κάνει αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια να σώσουν το μωρό μου και αν η Όλγα, η γιατρός μου, δεν έλεγε εκείνο το ηχηρό "τώρα" που ακόμα το ακούω στα αυτιά μου, μπορεί η ζωή μας σήμερα να ήταν διαφορετική. Ξέρω πως τους χρωστάω τον κόσμο όλο και ακόμα τους το λέω και το νιώθω με όλη μου την καρδιά.
Όμως ξέρετε, για μια μάνα στις αρχές του 7ου μήνα της εγκυμοσύνης της, πάντα αυτή θα είναι η ιστορία. Και δυστυχώς, αυτό το βάναυσο συναίσθημα, αυτός ο αποχωρισμός που είναι κόντρα στη φύση και στη φυσική εξέλιξη μιας εγκυμοσύνης, θα τη στοιχειώνει για πάντα.
Γι' αυτό λοιπόν σας λέω, πως ποτέ -μάλλον- δεν θα γίνω μια φυσιολογική μαμά. Γιατί αποχωρίστηκα το -πρώτο- παιδί μου και δεν το κράτησα στην αγκαλιά μου να του πω λόγια αγάπης και αφοσίωσης. Δεν το έβαλα στο δέρμα μου να το νιώσω και να το μυρίσω. Δεν το φίλησα, δεν άκουσα το πρώτο του κλάμα.
Είναι φορές που εμείς οι προωρογονείς είμαστε υπερβολικοί. Είμαστε ακραία υπερπροστατευτικοί και παράλογα αγχωμένοι. Το ξέρουμε πως μας κοιτάτε με αμφισβήτηση. Όμως αν ακούσετε τις ιστορίες μας, μπορεί και να καταλάβετε γιατί το συναίσθημα αυτό γράφτηκε στα κύτταρά μας και όσο κι αν προσπαθούμε να το αφήσουμε πίσω μας, μάλλον δεν θα το καταφέρουμε ποτέ.

Τι θέλω να σας πω και τι θέλω να πω και στον εαυτό μου; Κάτι που φαντάζει απλό αλλά συγχρόνως και εξαιρετικά σύνθετο.
Προς όλους τους γονείς που απέκτησαν πρόωρα το μικρό τους θαύμα: πιστέψτε το, συνέβη κάτι δύσκολο στην αρχή αλλά μετά η ζωή είναι όμορφη. Και στρωτή! Και αξίζετε να απολαύσετε το ταξίδι αυτό με την ανεμελιά που του αρμόζει. Το μωρό σας είναι ασφαλές!
Με αγάπη,
Η μαμά του Οδυσσέα